αυτόσειστος

αυτόσειστος
-η, -ο
(για περιοχές) αυτός που έχει σεισμογόνο εστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + σειστός < σείω (πρβλ. άσειστος). Η λ. μαρτυρείται στον Η. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”